- τρόλλιος
- ο, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ρανουγκουλίδες τής τάξης ρανουγκουλώδη και το οποίο περιλαμβάνει 20-25 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή κυρίως τών υγρών περιοχών τής εύκρατης ζώνης τού βόρειου ημισφαιρίου.
Dictionary of Greek. 2013.