τρόλλιος

τρόλλιος
ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ρανουγκουλίδες τής τάξης ρανουγκουλώδη και το οποίο περιλαμβάνει 20-25 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή κυρίως τών υγρών περιοχών τής εύκρατης ζώνης τού βόρειου ημισφαιρίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ρανουγκουλίδες ή Βατραχίδες — Οικογένεια φυτών ποωδών, κυρίως της τάξης των ρανωδών ή βατραχωδών· έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πολυάριθμους στήμονες και αρκετά καρπόφυλλα που, εξελισσόμενα, δίνουν καρπούς αχαίνια (νεραγκούλα ή ρανούγκουλο, ανεμώνα κλπ.) ή θυλάκους (παιωνία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”